- παραβάτης
- ο, θηλ. παραβάτις, ΝΜΑ, παλαιός αττ. τ. παραιβάτης, θηλ. παραιβάτις, λυρ. τ. παρβάτης, Α [παραβαίνω]1. πρόσωπο που παραβιάζει, που παραβαίνει, που δεν εκτελεί κάτι («είναι παραβάτης τού νόμου»)2. επίορκος απέναντι στον Θεό, αμαρτωλός, ασεβής3. επικριτική προσηγορία τού αυτοκράτορα Ιουλιανού («Ιουλιανός ο παραβάτης»)αρχ.1. πολεμιστής που επέβαινε μαζί με τον ηνίοχο στον δίφρο και μαχόταν από το άρμα2. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης ο οποίος έτρεχε και μαχόταν δίπλα στον ιππέα3. το θηλ. γυναίκα που παρακολουθούσε από κοντά τους θεριστές.
Dictionary of Greek. 2013.